Του Διαμαντή Αξιώτη
Είναι ακατόρθωτο, γι’ αυτό μάταιο, να επιχειρήσει κανείς να συνοψίσει –με κίνδυνο να σμικρύνει– το αξιόλογο σε όγκο και αξία έργο του Βασίλη Βασιλικού. Έτσι, δεν του μένει παρά να αναρωτηθεί: πού έβρισκε εκείνος ο αεικίνητος, ο πανταχού παρών, ο αεί θαλερός ωστόσο συγγραφέας, το χρόνο, τη δύναμη, ακόμη και την έμπνευση και να σου παρουσίαζε το νέο κάθε φορά βιβλίο του.
Κι αυτό, την ίδια στιγμή που έδινε την εντύπωση πως βρισκόταν ο ίδιος σε εφημερίδες και περιοδικά, στο βήμα για την παρουσίαση κάποιου βιβλίου, στην τηλεόραση για την υπεράσπιση τριών ή τεσσάρων, κάθε φορά, νεοεκδοθέντων βιβλίων ομότεχνών του συγγραφέων, στη διαμαρτυρία, στην πολιτική, εξόριστος ή συναναστρεφόμενος απίθανους λαϊκούς, άσχετους με τη λογοτεχνία, ανθρώπους.
Μια έμμεση απάντηση μπορεί να δίνει η ικανότητά του να συγκεντρώνεται την ίδια στιγμή απόλυτος, συμπαγής και ενιαίος σε οτιδήποτε επιχειρεί, ώστε ο ένας κρίκος να δένεται στέρεα με τον άλλον, και ο τελικός απολογισμός τής κάθε δραστηριότητας να μη διασπάται με την έγνοια ή τις επιδόσεις άλλης δράσης του. Αυτή κυρίως η ικανότητα –μαζί με άλλες– είναι που χαρακτηρίζει τον ευφάνταστο Καβαλιώτη ή Θάσιο –λίγο ενδιαφέρει– πολίτη της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, του Παρισιού, της Αμερικής, του κόσμου όλου. Αυτή καθίσταται ικανή να προσδιορίσει το συγγραφικό του στίγμα.
Ως έναν τρόπο προσέγγισης, θα μπορούσε κάποιος να επιλέξει την αναφορά στην Εργοβιογραφία του. Χρονολογία γέννησης: 18 Νοεμβρίου 1934 στην Καβάλα. 1940 Λύκειο Καρυωτάκη στην ίδια πόλη. Για να ακολουθήσει η περίοδος της Θεσσαλονίκης: Δημοτικό Βαλαγιάννη, Γαλλική Σχολή Ντε Λασάλ, Αμερικάνικο Κολλέγιο Ανατόλια, Νομική Σχολή. Στρατιωτική Σχολή ΣΕΑΠ Ηρακλείου το 1959, από όπου το πολυδιαβασμένο Αγγέλιασμα. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, στη συνέχεια, επιστροφή στην Ελλάδα, όπου εξασκεί διάφορα επαγγέλματα: σκηνοθέτης, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, συγγραφέας.
Με την τελευταία ιδιότητα μπαίνει, μετά από δικαστικούς αγώνες, στον τηλεφωνικό κατάλογο του ΟΤΕ, κατοχυρώνοντας το «συγγραφέας», πρώτος αυτός, ως επίσημο επάγγελμα. Έτσι, από το 1967 αρχίζει να ζει σαν μετανάστης στις χώρες της Κοινής Αγοράς. Αύγουστο του ‘74 επιστρέφει στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς αναχωρεί από την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Ακολουθούν διαρκείς μετακινήσεις σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ωσότου επιστρέφει για να αναλάβει ως Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, υπεύθυνος του Προγράμματος στην ΕΡΤ 1, για το διάστημα ’81- ‘84. Πρέσβης της Ελλάδος στην UNESCO 1996 -2004.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως, μία από τις σχέσεις του Βασίλη Βασιλικού με την Ελλάδα -στην οποία προσάπτει την ιδιότητα της «σπιτωμένης γυναίκας» – μια Ελλάδα τότε αβίωτη, αλλά και απαραίτητη για τον ίδιο και το συγγραφικό του οπλοστάσιο – είναι η σχέση: αναχώρηση-επιστροφή, φυγή-επάνοδος και αντιστρόφως. Λιποτάκτης της πραγματικότητας, και ο ίδιος, όπως χαρακτήρισε ο Ζακ Λακαριέρ τους ήρωές του.
Διαπιστωμένα, κατά τους μελετητές τού έργου του, δεν υπάρχει δυτικός συγγραφέας που να έχει τόσο παθιασμένη σχέση με την πατρίδα του, όπου, μέσω των γραπτών του, όλα τα συναισθήματα απογυμνώνονται και αποκαλύπτονται το ένα μετά το άλλο. Όπου ασκείται κριτική στην αγκύλωση της ιδεολογίας, στην σκλήρυνσή της σε αυταρχισμό.
Και, χορτάτος από προβολή, δόξα, διεθνή αναγνώριση, αλλεπάλληλων μεταφράσεων των έργων του, μα εκτός αυτών -ή εξαιτίας αυτών- σε υπερβολικό βαθμό γενναιόδωρος, αναλαμβάνει, το 1994, την τηλεοπτική εκπομπή «Άξιον Εστί».
ΕΤ 1, τα τέσσερα χρόνια της πρώτης περιόδου, ΕΤ 3 της δεύτερης. Μια εκπομπή, μοναδική και μοναχική για το βιβλίο, στην οποία δεν επιχειρεί να απομυθοποιήσει τον λογοτεχνικό κόσμο· απεναντίας. Ούτε διανοείται να παραστήσει τον ρυθμιστή-δικτάτορα. Γι’ αυτούς τους λόγους -ενδεχομένως και για άλλους- η συγκεκριμένη εκπομπή επαινέθηκε όσο και κατακρίθηκε με φανατισμό.
Σημειωτέον ότι παρόμοια αντιμετώπιση –επαίνου και ψόγου– έτυχαν και ορισμένα από τα βιβλία τού Βασίλη Βασιλικού, ο οποίος απτόητος και πέραν τούτων συνέχισε, ευτυχώς, να συγγράφει και να εκδίδει.
Έτσι δράττομαι της ευκαιρίας να αναφερθώ στα βιβλία που εγώ, ορισμένοι κριτικοί, κι από ότι μου ανέφερε σε κατ’ ιδίαν συζήτηση και ο ίδιος ο συγγραφέας, θεωρούσε σταθμούς της τόσο πλούσιας συγγραφικής του πορείας, άξια να αναμετρηθούν με τον χρόνο.
Για παράδειγμα στο –θεωρούμενο ενώ δεν είναι– πρώτο, Η διήγηση του Ιάσονα, 1953. Όπου ο συγγραφέας μέσω του ήρωά του κινείται στο μεταίχμιο εφηβείας και ενηλικίωσης, προσκόλλησης στην πατρίδα και φυγής απ’ αυτήν, ασφάλειας και περιπέτειας, μοναξιάς και συντροφικότητας. Ο συγγραφέας αντλεί την έμπνευσή του από τον αρχαιοελληνικό μύθο, για να αναπτύξει έναν εντελώς προσωπικό στοχασμό επάνω στην ανθρώπινη φύση και ιδιαίτερα επάνω στη γοητευτική και ταυτόχρονα επικίνδυνη περιπέτεια της νεότητας.
Στην ιερή, πολυσυζητημένη τριλογία των νεανικών του χρόνων Το φύλο-Το πηγάδι-Τ’ αγγέλιασμα, 1961. Όπου ο χώρος είναι δύσβατος και τραχύς, το ίδιο η ψυχή και το πνεύμα του μεταπολεμικού ανθρώπου, κυρίως του έφηβου, που έχει οδυνηρά συνειδητοποιήσει την αποξένωσή του από τα στηρίγματα-είδωλα της ζωής, αγγίζοντας το υπαρξιακό του αδιέξοδο. Ρευστά όλα, φευγαλέα και απρόσιτα.
Στο διεθνές Ζ – Ζωή, που το 1966, το «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος», του χάρισε το διαβατήριο πολλαπλών μεταφράσεων, παράλληλα με τη δόξα της μεγάλης οθόνης. Εκεί ο Βασιλικός είναι λυρικός, με πολλές προσωπικές χορδές, προικισμένος με ένα δαιμόνιο ρεαλισμό. Ζωντανεύει τον υπόκοσμο, σαν να τον έχει συναναστραφεί πολύν καιρό. Βυθίζεται στον βούρκο της υποζωής για να εικονίσει σαρκαστικά και γελοιογραφικά ανθρώπινες φιγούρες και κινηματογραφικές σκηνές. Ταλέντο και πάθος που θαυματουργούν.
Να αναφερθώ στο Η φλόγα της αγάπης και στο Τελευταίο αντίο, του 1979 και τα δύο. Μυθιστορήματα που ο ίδιος ο συγγραφέας διάλεξε να διασωθούν σε «φανταστικό» ενδεχόμενο υποχρεωτικής καταστροφής όλων των βιβλίων του, πλην ενός ή δύο.
Θα ήταν μια κάποια λύση να περιορισθώ στο κατεξοχήν, κατά πεποίθηση και πάλι του ιδίου, αντιπροσωπευτικό μυθιστόρημά του Γλαύκος Θρασάκης, του 1976. Όπου κυριαρχούν το ταξικό θέμα μέσω καταπιεσμένων τάξεων, το σεξ -«προσοχή: όχι ο έρωτας»- και μία αίσθηση αυτοκαταστροφής που διακρίνει τον πολύπλαγκτο Γλαύκο-Οδυσσέα, μέσω της οποίας προσδοκάτε η κάθαρση του σύγχρονου ανθρώπου. Για πολλούς πρόκειται για το καλύτερο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού.
Τέλος, οφείλω να αναφερθώ στην αποκαλυπτική και άκρως απολαυστική αυτοβιογραφία του -ή σελίδες ημερολογίου-, Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα, [λες και κολλούν τα βήματα στις ίδιες πέτρες, συμπληρώνει στο μότο του βιβλίου], το1999, όπου ο Β. Βασιλικός βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τις μεγάλες ιστορικές στιγμές του 20ου αιώνα. Στην οποία επιστροφή της μνήμης, θα μου επιτραπεί να προσθέσω ως υποθετικούς υπότιτλους φράσεις που σταχυολόγησα από δημοσιεύματα της χρονιάς της έκδοσής της: Τα πέδιλα της μνήμης, Η ελληνική έρημος, Ευωδιά επωνυμίας, Μια ζωή σαν μυθιστόρημα. Αναμνήσεις και συγγραφικές δοκιμές. Συναντήσεις με κορυφαίους εκπροσώπους των γραμμάτων και των τεχνών του 20ού αιώνα, Το alter ego του συγγραφέα, και πλείστων άλλων, χωρίς να έχει τελειωμό η παράθεση. Φαινόμενο ελευθερίας και παιγνιώδους κατάστασης που προσφέρεται σε όλα τα βιβλία αυτού τού διαρκώς αυτοβιογραφούμενου συγγραφέα. Με την ανάγνωση της «μνήμης» μάθαμε δύο-τρία πράγματα που δεν ξέραμε για τον Β. Βασιλικό, όχι χωρίς να σαστίσουμε.
Μέσα από τους ήρωες των βιβλίων που προανέφερα ο Βασίλης Βασιλικός συνθέτει μια πανοραμική εικόνα-τοιχογραφία της μεταπολεμικής Ελλάδας, καταγράφοντας, αλλά και μυθοποιώντας το κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό και ανθρωπολογικό γίγνεσθαι της εποχής. Οι πολυάριθμες συγγραφικές του περσόνες, οι μεταμορφώσεις των ηρώων του, οι αλληγορίες, τα σύμβολα και ταυτόχρονα η παρακολούθηση μιας ρέουσας κοινωνικής πραγματικότητας, συγκροτούν ένα συγγραφικό έργο σύνθετα πρισματικό, το οποίο διαθέτει ένα βασικό πλεονέκτημα: παραμένει ανοιχτό, ευανάγνωστο, προσιτό σε κάθε αναγνώστη.
«Η ισορροπία με τις λέξεις», όπως σημειώνει ο ίδιος, «σημαίνει ισορροπία με τον κόσμο». Αν δεν αποκαταστήσει πρώτα τη σχέση του μαζί τους, καμιά ισορροπία με τους ανθρώπους δεν μπορεί να αποκατασταθεί. Αυτό είναι η συγγραφική του αναπηρία. Ο λόγος, βοηθητικό στοιχείο της ζωής, γίνεται πρωτογενής και πρωταρχικός παράγοντας. Φράσεις πυρηνικές που εκρήγνυνται στο μυαλό τού αναγνώστη, που απλώνουν ολόγυρα ακτίνες γνώσης και σοφίας, αναπάντεχες περιδινήσεις στην ιστορία και τον πλούτο της Τέχνης.
Ένας τρίτος, ασφαλέστερος ίσως, τρόπος προσέγγισης στο έργο του Βασίλη Βασιλικού είναι οι καταθέσεις επιφανών των γραμμάτων, Ελλήνων και ξένων, μέσω του περιοδικού Λόγου και Τέχνης του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Καβάλας, Υπόστεγο.
Εξηγούμαι: Την άνοιξη του 1995 η συντακτική επιτροπή τού εν λόγω περιοδικού: Διαμαντής Αξιώτης, Ελένη Ιορδάνου και Κοσμάς Χαρπαντίδης, αποφάσισε να αφιερώσει εξ ολοκλήρου το 7ο τεύχος του περιοδικού στον διεθνή κοσμοπολίτη συγγραφέα των 140 βιβλίων! Στον επινοητή και ένθερμο υποστηρικτή ύπαρξης της Σχολής Καβάλας! Της οποίας -κατά τις εκτιμήσεις του ιδίου- ο ένας πόλος είναι ο Γιώργος Χειμωνάς και ο άλλος ο ίδιος, ο Βασίλης Βασιλικός∙ οι υπόλοιποι της γραφής εντός του κύκλου!
Με την άποψή του έσπευσε να συμφωνήσει και ο τότε νεοφερμένος στη γενέτειρά του Καβάλα Κρίτων Χουρμουζιάδης. Μας ήρθε από το Αμβούργο με σπουδές Φιλολογίας και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια του Ρίπον και του Γέιλ. Με γνώμονα τα περιεχόμενα των τευχών του Υποστέγου, διέκρινε στα κείμενα των συγγραφέων της Καβάλας «ιδιαίτερη περισυλλογή και εσωστρέφεια. Κοινές τραυματικές εμπειρίες, οι οποίες απαιτούσαν τη λεπτομερή λογοτεχνική τους καταγραφή. Εσωτερικούς μονολόγους, έλλειψη πλοκής και χαρακτήρων, που εκφράζουν την περιπέτεια του εσωτερικού τους κόσμου» .Άποψη που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από όλο το εγχώριο πνευματικό συνάφι, και φυσικά έσβησε άδοξα.
Πέραν τούτου, οι συμμετοχές του αφιερώματος αθρόες -32 τον αριθμό. Παρουσιάσεις, σχολιασμοί, τοποθετήσεις, κατατάξεις, εγκώμια, ενθουσιασμοί και συγκινήσεις από πολιτικούς, συγγραφείς, ποιητές, σκηνοθέτες, απλούς αναγνώστες, καταλαμβάνουν γενναιόδωρα τις 184 σελίδες του αφιερώματος. Θριαμβευτική παρέλαση των πλέον ηχηρών ονομάτων Ελλήνων και ξένων διανοουμένων: Marguerite Duras, Jacgues Lacarrire, Regis Debray, Max Gallo, Gisele Jeanperin κ. α. από τους ξένους. Αλέξης Ζήρας, Παναγιώτης Μουλάς, Κώστας Γαβράς, Μάρω Δούκα, Μαρία Κυρτζάκη, Γιάννης Κοντός, Θανάσης Θ. Νιάρχος, Γιώργος Αριστινός, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Λευτέρης Ξανθόπουλος, Χρήστος Χωμενίδης, Αντώνης Σαμαράκης, Νατάσα Χατζηδάκη κ. α. από τους Έλληνες. Δελεαστικοί, αινιγματικοί, άκρως ερεθιστικοί οι τίτλοι όλων: Αντικατοπτρισμοί μιας θερμογόνου γραφής / Εγκαύματη γραφή ανεκπλήρωτων γεγονότων / Φυγάς Θεόθεν και αλήτης / Μια υποδειγματική εξορία… Χορταστικό αφιέρωμα στον Πολύμορφο – Λιποτάκτη της πραγματικότητας.
Πλήρως ικανοποιημένοι εμείς, υπερήφανοι για το επίτευγμα. Ο τιμώμενος διπλά ικανοποιημένος, πολλαπλά υπερήφανος. Τόσο που αναθέτει την διακίνηση του αφιερωματικού τεύχους στις εκδόσεις Νέα Σύνορα–Λιβάνης, με τις οποίες συνεργάζεται εκείνη την περίοδο. Ποντάρει στην πανελλήνια εμβέλεια και διακίνηση του περιοδικού. Να μην περιοριστεί εντός των τειχών της Ανατολικής Μακεδονίας. Και οι υπεύθυνοι του γνωστότατου εκδοτικού οίκου των Αθηνών, για αδιευκρίνιστους μέχρι σήμερα λόγους, το χαντακώνουν. Καμία προβολή, καμιά διακίνηση, ποτέ και πουθενά. Ποιος ξέρει σε τι υγρές αποθήκες σάπισε ή εξακολουθεί να σαπίζει! «Εάν στο μεταξύ δεν το πολτοποίησαν εγκαίρως, χρίζοντάς το “ασύμφορο και επιζήμιο φορολογικά υλικό”», θλίβεται ο τιμώμενος Θάσιος συγγραφέας.
Από τις 32 αναφορές περιορίζομαι σε τρία μικρά απόσπασμα, αντιπροσωπευτικά του είδους τους. Όπου ο Αλέξης Ζήρας καταθέτει τους Αντικατοπτρισμούς μιας θερμογόνου γραφής.
[…] Οι μεταμορφώσεις του συγγραφέα απέναντι στον εαυτό του μοιάζουν με είδωλά του, με αντικατοπτρισμούς του. Αλλά οι μεταμορφώσεις του ούτε ακίνδυνες ήταν –ως αποτυπώματα μιας προσωπικής αυτοανάλυσης– ούτε καθαρά και μόνο αισθητικής φύσεως. Αν και μπορούμε ν’ απομονώσουμε τη φράση του «πάντα το μοντέλο μου στάθηκε η ποίηση για τη γλώσσα», πράγμα που αληθεύει, αληθεύει επίσης ότι γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 έχει ωριμάσει η απόφασή του ν’ ανοιχθεί σε μιαν άλλης υφής και προοπτικής αφηγηματολογική οργάνωση των εμπειριών, του στοχασμού και της γλώσσας του. […]
Η Μαργκερίτ Ντιράς, αναφερόμενη στο βιβλίο του Βασιλικού Ζ, περιγράφει Τα κουρέλια της Θεσσαλονίκης. […] Αν στην αρχή ο λυρισμός με τον οποίο ο Βασιλικός περιγράφει τα δεινά τής Ελλάδας και των ηρώων του με ενόχλησαν, στο τέλος είδα να με κερδίζει, καθώς ήταν το μόνο δυνατό αντίβαρο στον ρεαλισμό των καταθέσεων των μαρτύρων που ακολουθούν. Μόνο ένας τέτοιος ρεαλισμός μπορούσε να μας δείξει την ολική καταστροφή, ρίζα προς ρίζα, αυτού του λασπότοπου, ώστε να λάμψει η αλήθεια. Δεν είναι αφελής ο Βασιλικός. Κι όταν κάνει τον αφελή, είναι επειδή το θέλει. Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε μια εποποιία των γενναίων πράξεων του ανθρώπου, εκείνων που πηγάζουν απ’ το κουράγιο, τον ηρωισμό, την αιώνια αναζήτηση της αλήθειας. […] Ένα βιβλίο που εκφράζει, μέσα από τόσες φωνές, την κατάρα τού να είσαι Έλληνας εν έτει 1967, ήταν αναπόφευκτο να απαγορευτεί. […]
Ο Ρεζίς Ντεμπραί, αναφερόμενος στο έργο του Β. Βασιλικού μέσω Μιας υποδειγματικής εξορίας αναρωτιέται: Σε τι χρησιμεύουν οι συγγραφείς; (…) Κατάλαβα τι μπορεί να σημαίνει η εξορία για τους δεκάδες χιλιάδες νευρωτικά μετακινούμενους, Ισπανούς, Έλληνες, Βραζιλιάνους και Βολιβιανούς. Αυτό το σύνδρομο της εξορίας το οποίο βιώνει ο Βασιλικός εδώ και πολλά χρόνια κι η κλινική μελέτη που απλώνεται στο τελευταίο του βιβλίο (Το ψαροντούφεκο) μου αποκάλυψαν δια μιας την ουσία της υπόθεσης :την απώλεια της προσωπικότητας που συνεπάγεται ο αποκλεισμός από τον τόπο σου.
Σε τι, λοιπόν, χρησιμεύουν οι συγγραφείς; Στο να προσδιορίζουν μια αίσθηση, στο να δίνουν όνομα σ’ έναν ίλιγγο, στο να εξερευνούν απ’ άκρο σ’ άκρο την ανθρώπινη εμπειρία. Καθώς η βασική δομή αυτής της εμπειρίας είναι η κατανόηση του χρόνου, κάθε συγγραφέας δίνει τ’ όνομά του σε κάποια στιγμή της ημέρας. Ο Ζιροντού το δίνει στην αυγή… Ο Φιτζέραλντ στο τέλος της νύχτας… και ο Βασίλης Βασιλικός, στην αρχή τού χειμωνιάτικου απογεύματος. (…)
* Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση του Διαμαντή Αξιώτη στην εκδήλωση «Τιμή και Μνήμη Βασίλη Βασιλικού» που διοργάνωσαν την Τρίτη 23 Απριλίου 2024 στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός», το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, το Δημοτικό Ωδείο Καβάλας και η Εταιρεία Συγγραφέων.