«Βασιληάς της Ασίας»: Μια μυθοπλαστική «επιστροφή» στην Καβάλα

Κριτική για το μυθοπλαστικό ντοκουμέντο του Διαμαντή Αξιώτη


Του Νίκου Ξένιου

ΟΔιαμαντής Αξιώτης, στο μυθοπλαστικό ντοκουμέντο του Γιώργος Χειμωνάς: Βασιληάς της Ασίας, παρουσιάζει την επιστροφή του Γιώργου Χειμωνά στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Καβάλα. Εφόσον, όπως διατεινόταν ο αγαπημένος εκλιπών, «ό,τι αξίζει στον άνθρωπο είναι να έχει να πει μια ιστορία» (Ο γιατρός Ινεότης), ο Διαμαντής Αξιώτης συστήνει στο βιβλίο του τον Χειμωνά ως «Χειμώνα» (hiver) και περιλαμβάνει στην εξιστόρησή του μιαν εκλεκτή ομήγυρη από την Καβάλα: τη φανταστική αφηγήτρια που ονομάζεται Θαυμασία και πάσχει από Σύνδρομο της Ηλέκτρας και έναν «θίασο» από υπαρκτούς φίλους, τον Διαμαντή Αξιώτη, την Ελένη Ιορδάνου, τον Κοσμά Χαρπαντίδη (τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Λόγου και Τέχνης Υπόστεγο), τον Κρίτωνα-Ευθυβούλη Χουρμουζιάδη, τον Μπάμπη Γαμβρέλη και την Κική Λεονταράκη, τη σύζυγό του (δηλαδή τους «βόρειους» των γραμμάτων, τον κύκλο από την Καβάλα), επίσης τον Αλέξη Ζήρα, τον Μένη Κουμανταρέα, τον Πέτρο Αμπατζόγλου, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, την Κάτια Λεμπέση, τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο και την (επίσης αγαπημένη) Άλκηστη Σουλογιάννη (δηλαδή τους «νότιους» των γραμμάτων και τον κύκλο από την Αθήνα) και, τέλος, τη Μαρία Πρωτόπαππα και τον Θανάση Δήμου (που ερμήνευσαν το αρχικό κείμενο του Διαμαντή Αξιώτη στην Καβάλα τον Αύγουστο του 2010). Τα μέλη αυτής της ανθρωπογεωγραφίας γίνονται τόποι αναφοράς, συστηνόμενα με τους τίτλους των έργων τους.

Ξεκινώντας από τον «χωλό» μήνα, τον Φεβρουάριο του 1989, η αφηγήτρια/ποιήτρια Θαυμασία παρουσιάζει την εκκεντρική, σκοτεινή φιγούρα του Χειμωνά, με την οποία είναι εμφανώς ερωτευμένη. Ξεναγεί τον συγγραφέα στην Καβάλα τού σήμερα, μια πόλη που τον υποδέχεται σαν ξένο, αυτόν που η παιδική του ηλικία «με το βουλιαγμένο σπίτι» διεξήχθη στην Καβάλα. Ο Διαμαντής Αξιώτης τοποθετεί την εκ νέου μυθιστορηματική άφιξη του «πρίγκιπα» στην Καβάλα ως χρονικά ταυτόσημη με την τελευταία εκπνοή της μητέρας του.

Η εκπεφρασμένη λογοτεχνική πρόθεση του Χειμωνά να μετατραπεί σε «Βασιλιά της Καρθαγένης» μεταπλάθεται, στο βιβλίο του Δ. Αξιώτη, σε χαρακτηρολογικό πορτραίτο ενός σαγηνευτικού, ψηλόλιγνου, ναρκισσευόμενου ρήτορα που λικνίζεται στους ήχους της ροκ, που μοιάζει με τον Αρχάγγελο Ουριήλ, που είναι καμωμένος από σύννεφα, που είναι τόσο απόμακρος που θα μπορούσε να αποκληθεί ακόμη και «Όσιος». Αυτό είναι το κομμάτι του ντοκουμέντου (και ο υποφαινόμενος, ως παλιός φίλος του Γιώργου Χειμωνά, μπορεί να επιβεβαιώσει την περιγραφή). Από την άλλη, είναι πρωτότυπος ο τρόπος με τον οποίον ο Διαμαντής Αξιώτης περνά «μέσα» στην ομήγυρη (αναπλάθοντας έτσι μια πραγματική, ιστορική παρέα), ενώ αφηγηματικά επινοεί τη Θαυμασία, η οποία στο απεγνωσμένο παραλήρημά της περιγράφει τον Χειμωνά με τα δικά της, ιδιότυπα χρώματα. Στο πρόσωπο, λοιπόν, αυτής της γυναίκας, και στο πάθος της για «Κείνον» στηρίζεται το κομμάτι της μυθοπλασίας (να είναι μια άλλη εκδοχή της Ελένης Ξένου από τον Εχθρό του ποιητή;). Εδώ επιδρά μια συνειρμική σύνδεση με τον αφηγητή-Χειμωνά και στον νου μου γυρίζουν οι μουσικές της Λυκίας, ο αντικατοπτρισμός από τα αρχαία ερείπια των Μύρων και το εκκλησάκι του Αη Νικόλα, η Θυάτειρα, η Έφεσος, η Μίλητος, εικόνες που αναδύονται από το ντοκιμαντέρ «Λυκία» της Μαρίας Χατζημιχάλη-Παπαλιού.

Το αισθηματικό σκηνικό

Έρημο λιμάνι, χαρακτηριστικά καταστήματα για όποιον γνώρισε την Καβάλα της δεκαετίας του ‘90, το περίφημο Ιμαρέτ του Μωχάμετ Άλη, η αγορά του Αη Νικόλα του Θαλασσινού, ο Άγιος Σίλας, το λαϊκό καφενεδάκι «Τεμπελχανείον», το μπαράκι «Χαμάμ» του Μπάμπη, η οδός Ομονοίας, η Νέα Πέραμος και το ίνδαλμα της Θάσου από απέναντι, μια νοερή προέκταση προς τη Θράκη, οι περίπατοι στα μαγέρικα και τους τεκέδες, στα σαγματοποιεία και τα πεταλωτήδικα, στα καφενεία με τους ναργιλέδες, στο σπίτι των παιδικών χρόνων του Χειμωνά. Είναι εντυπωσιακή η εμφάνιση, ανάμεσα σε πλήθος θαυμαστών αντικειμένων, μιας περίτεχνης καρφίτσας που έχει φτιαχτεί σε χώρα της Ανατολής: αυτός ο πολύτιμος λίθος προοιωνίζεται τον θάνατο του συγγραφέα. Σημαντική θέση κατέχει και η προκλητικά κόκκινη λάμπα του παλαιοπώλη της Καβάλας Σεραφείμ. Αυτά, συνοδευόμενα από ένα απάνθισμα από θρύλους του τόπου όπως της Παναγιάς με τα Τρία Χέρια, αλλά και απόηχους από τον Παπαδιαμάντη, συνθέτουν το αισθηματικό τοπίο μέσα στο οποίο θα εκδιπλωθεί η απεγνωσμένη έκκληση της Θαυμασίας προς τον αινιγματικό Ποιητή:

«Μάθετέ με να μιλάω σαν εσάς, να διαστέλλω τη γλώσσα όπως εσείς (…) μάθετέ με τον τρόπο να μιμούμαι την ιδιαίτερη γραφή σας. Να χρησιμοποιώ τις ακριβές σας λέξεις, ολόκληρες προτάσεις, παραγράφους των βιβλίων σας. Τα γραπτά μου να περιέχουν λίμνες, δάση, κίτρινες ηπείρους, τη μώρα των ανθρώπων, την άβυσσο, την κόλαση. Να εισχωρούν στους τάφους της Λυκίας, να επισκέπτονται τη Χώρα του Λίγηρα της Βρετάνης» (σελ. 52).

Ο ήρωας-Χειμωνάς εμφανίζεται ταπεινός σε ό,τι αφορά τις λογοτεχνικές του επιδόσεις, αν και οι συλλήψεις του είναι υψιπετείς και η φυσική του παρουσία στον χώρο ιδιαίτερα εξεζητημένη, επηρμένη και ιστριονική. Με θεατρικό ύφος αφηγείται στον κύκλο του τους τέσσερις «τρόπους» με τους οποίους διήγαγε τα τριάντα πρώτα χρόνια της ζωής του, αποκαλύπτοντας τις τέσσερις βασικές συγκινησιακές του λειτουργίες: τη Φαντασμαγορία, τον Φόβο, τον Έρωτα, τον Κλέφτη (περιοδικό «Υπόστεγο», τχ.6, καλοκαίρι 1992). Είναι ένας ποιητής που ζει «σε ελαφράν απόκλισιν» από το σύμπαν, όπως ακριβώς ο Καβάφης στην οπτική του Ε. Μ. Forster. Στο «Σύνδρομο του Balint» αποκαλύπτεται η αλληλοπεριχώρηση της Ψυχιατρικής με τη Λογοτεχνία, κι αυτήν την αποκάλυψη την κάνει με συναισθηματικό τρόπο η θαυμασία αφηγήτρια (σελ. 106). Το ίδιο συμβαίνει και με τον επίτομο «Πυλάδη», την όπερα δωματίου που της χαρίζει ο Χειμωνάς. Το ίδιο με τη χαμένη «Φρουρά» και με το μυστηριωδώς απολεσθέν «Το σπίτι της Γερτρούδης». Όλα ανήκουν σ’ ένα σκηνικό που οδηγεί στον θάνατο, ίσως σ’ έναν επιθυμητό θάνατο στον γενέθλιο τόπο: «Για τίποτα άλλο άξιος δεν είναι για τίποτα ικανός».

Μια βασανιστική σχέση

Η αφήγηση της Θαυμασίας φτάνει έως την έκδοση του τελευταίου βιβλίου του Χειμωνά, του Εχθρού του ποιητή: στέκεται σ’ αυτήν τη μοντέρνα μετάπλαση της γνωστής παραλογής «Του νεκρού αδελφού» και προσπαθεί να ταυτίσει τα πρόσωπα της παρέας των Καβαλιωτών συγγραφέων με τα πρόσωπα της έμπνευσης του συγγραφέα. Η ανακοίνωση του «τέλους των γραπτών του» σήμανε και την ολοκλήρωση του «χρέους» που ο Χειμωνάς αναγνώριζε στους δημιουργούς της τέχνης του λόγου.

Η σχέση με το ίνδαλμα-Χειμωνάς είναι βασανιστική (το γνωρίζω κι εξ ιδίας πείρας). Στο μεταξύ, η συγγραφική διαδρομή του Διαμαντή Αξιώτη έως το 1992 δίνεται από τον ίδιον σαν να επρόκειτο για ένα τρίτο πρόσωπο: ποιητικές συλλογές, συλλογές διηγημάτων, τέσσερα μυθιστορήματα και ανθολογίες ποίησης και διηγήματος. Μεταξύ αυτών, Το μισό των Κενταύρων: ο Δημήτρης Χορόσκελης συγκαταλέγει τον Αξιώτη στους συγγραφείς «της σκληρότητας», δηλαδή στη χορεία των Γιώργου Χειμωνά, Δημήτρη Δημητριάδη, Γιώργου Αριστηνού και Αχιλλέα Κυριακίδη.

Ο Διαμαντής Αξιώτης δεν καυχιέται γι’ αυτό και δεν ξεχνά ούτε στιγμή την προτεραιότητα του «Δασκάλου» (όπως αποκαλεί τον Χειμωνά). Βάζει, λοιπόν, τη Θαυμασία να συνάπτει σχέση οικειότητας κι εμπιστοσύνης μαζί του, ικανή ώστε να την καταστήσει μούσα του: στον Διαμαντή θα εκμυστηρευθεί η αφηγήτρια την άτυχη ιστορία της ζωής της, του γάμου της και της μητρότητας, καθώς και το ταξίδι της στην Αθήνα, στην αναζήτηση του ερωτικού της αντικειμένου, του Γιώργου Χειμωνά. Ο Διαμαντής θα την προειδοποιήσει για τον θανάσιμο κίνδυνο που εγκυμονεί ένα παρόμοιο απονενοημένο ταξίδι, μια τέτοια «κατολίσθηση στο χάος» (σελ.85).

«Δεν θέλω να μ’ αγαπούν, θέλω να με λυπούνται»

Παρελαύνουν το περίφημο ισόγειο διαμέρισμα της Ρηγίλλης 12Α, που ήταν βαμμένο σε σκούρο μπλε χρώμα, η κουρτίνα με το ανάκλιντρο, τα βρώμικα αποτσίγαρα, τα αγαλματίδια, τα καδράκια με τον Hölderlin και τον Ντοστογιέβσκι, η εικόνα του Αγίου Γεωργίου που σκοτώνει τον Δράκοντα και η εικόνα του ίδιου του Χειμωνά, φωτογραφημένου σε χίλιες πόζες. Εδώ ήταν το άντρο του Γιώργου Χειμωνά, η «φωλιά» του, όπως την επισκεφτήκαμε όσοι τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε. Που, ενώ φερόταν ως «ιατρείον», δεν ήταν τόσο το καταφύγιο του νευρολόγου διευθυντή ψυχιατρικής κλινικής, όσο το κρησφύγετο του ποιητή που μπροστά μου κάθε Πέμπτη έπινε νεσκαφέ «μπλουμ» ανακατεύοντάς τον απλώς μ’ ένα κουτάλι.

Αυτή η τόσο οικεία περιγραφή του ιατρείου του Χειμωνά είναι μια ακόμη γλαφυρή προοικονομία του θανάτου του. Όπως και οι κρίσεις πανικού, οι παροδικές παραλύσεις των άκρων, τα ασημένια κουτάκια με τα πολύχρωμα ψυχοφάρμακα, η δύσπνοια, η βασανιστική αϋπνία με τα αντίστοιχα όνειρα και, τέλος, οι απανωτές αποτυχίες στην απόπειρα αυτοκτονίας. Το γεγονός που είχε επισημάνει η Λούλα Αναγνωστάκη: ότι «ο Γιώργος δεν λέει ψέματα. Ο Γιώργος είναι ψεύτης. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο!» Επανειλημμένες απόπειρες θεατρικών αυτοκτονιών που επικαλούνταν την προσοχή και την τρυφερότητα των άλλων. Σαν το παραμύθι με τον βοσκό και τον λύκο, όπου στο τέλος κανείς δεν πίστευε τον βοσκό. Μέχρι που, στις 29 Φεβρουαρίου του 2000, ανακοινώθηκε -και κανείς μας δεν τον πίστεψε- ο «κλέφτης Θάνατος» του Ποιητή.

Ο δικός μας Γιώργος Χειμωνάς

Στο βιβλίο αξιοποιείται αφηγηματικά, από τον Διαμαντή Αξιώτη, το κείμενο «Η αβοήθητη μοναξιά του άντρα» του Γιώργου Χειμωνά (Βήμα της Κυριακής, 29 Μαΐου 1988), δημιουργώντας ένα αφηγηματικό παιχνίδι διπλών αντανακλάσεων, όπου ο αναγνώστης θαυμάζει τη διαδικασία με την οποία το δημιούργημα-δημιουργεί-τον δημιουργό. Ο Χειμωνάς αρνιόταν πάντα την τρυφερότητα των άλλων, αφού πρώτα την επιζητούσε απεγνωσμένα. Ήταν κλασική περίπτωση ανθρώπου φοβισμένου, που ωστόσο συνέχιζε να περιθάλπει μιαν ολόκληρη ακολουθία από γυναίκες ψυχωσικές, νευρωτικές, ξεπεσμένες σταρ, «ιέρειες της ποίησης και της συγγραφής» (σελ. 75), αυτές που ο ίδιος αποκαλούσε «Las Meninas» και που αποτελούσαν, τρόπον τινά, την «αυλή του». Ήταν ένας άνθρωπος που ακουμπούσε πάνω στις αφηγήσεις των άλλων το δικό του, αέναο αφήγημα. Και που, κυρίως, ακουμπούσε στην εξαχνωμένη μορφή της Λούλας Αναγνωστάκη.

Από Βασιληάς της Καρθαγένης ο Χειμωνάς γίνεται Βασιληάς του Ty Croas της Βρετάνης, Βασιληάς της λογοτεχνικής παρέας της Καβάλας, Βασιληάς της καρδιάς όλων μας και, μέσα απ’ όλον αυτόν τον μυθοποιητικό οίστρο, μεταμορφώνεται σε Βασιληά της Ασίας. Το κουτί με τις φωτογραφίες που βγάζει και επιδεικνύει η Θαυμασία είναι όλοι μαζί οι «γενναίοι τρόμοι» του Διαμαντή Αξιώτη: ένας καλειδοσκοπικός πίνακας, με τη μορφή του Χειμωνά, τη διαμεσολαβητική μορφή της γυναίκας Θαυμασίας και τη μυθοπλαστική μορφή του Αξιώτη να διαδέχονται η μια την άλλη και να ανακλώνται η μια μέσα στην άλλη, όπως τα αβυσσαλέα κάτοπτρα στον Πολίτη Κέιν του Όρσον Ουέλς.

Πηγή: bookpress.gr


* Ο Νίκος Ξένιος είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.