«Ακριβέ φίλε Λευτέρη,
από το 1965 ακόμα, σε ηλικία 23 ετών, αναλογιζόσουν το ότι ο πατέρας σου είχε πει, αγαπώ τον ξεραμένο καπνό, και έγινε καπνεργάτης. Το πώς η μητέρα σου γύρεψε παιδιά, ταίρι, σπιτικό και ζευγάρωσε με τον πατέρα σου. Θυμόσουν ότι το σπίτι της Καβάλας, σηκωμένο πάνω στην ανατολική θάλασσα, μπογιατιζόταν κάθε χρόνο. Ο πατέρας βγήκε κάποτε στη σύνταξη κι η μητέρα χτίστηκε στις κάμαρες εκείνου του σπιτιού.
Όμοια κι η σκέψη σου, στοιχειωμένη μέχρι τέλους στο ίδιο σπίτι, στην ίδια πολιτεία. Στον πατέρα που έφυγε νωρίς, στην πίκρα των καπνόφυλλων που σου μαύριζαν τα δάχτυλα. Και παρά την έκδοση ποιητικών συλλογών, αρχής γενομένης από τα Αντίψυχα (1982), μυθιστορημάτων, με κορύφωση τον Άγγελο των πρώτων ημερών (1999), παρά τα βιογραφικά αφιερώματα όπως του Αλμπέρ Καμύ, Νίκου Κούνδουρου, Μίλτου Σαχτούρη κ.ά., συμμετοχή σε Συλλογικά Έργα, πολυάριθμη κριτικογραφία, ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους, παρά του πλήθους των γραπτών σου, κάθε άλλο παρά άμβλυναν την αίσθηση εκείνου του αρχικού βάρους, εκείνων των ανεξίτηλων εντυπώσεων. Με μόνιμη, επιτακτική παρουσία-βάρος η σκιά του Πατέρα και η απειλή του Θανάτου.
*
Ο θάνατός σου το βράδυ της Παρασκευής 19 Ιουνίου 2020 σε νοσοκομείο των Αθηνών, όπου εισήχθης για εγχείρηση καρδιάς, μας άφησε άφωνους. Θλίψη και συντριβή. Τηλεφωνούμε ο ένας τον άλλο, φίλοι του Κέντρου προσθέτουν λεπτομέρειες, θυμούνται, περιγράφουν και εγκωμιάζουν. Βαριά η απώλεια. «Χάσαμε το Φίλο», θρηνούν. «Τον δίχως μικρότητες, ανταγωνισμούς και υστεροβουλίες. Δοτικός στο έπακρο. Ευθύς, γενναίος, καθαρός, με ΜΠΕΣΑ. Αγκιστρωμένη η μνήμη του στην βόρεια πόλη του, στους εκεί φίλους του. Σας αγάπησε και τον αγαπήσατε», ζηλεύουν.
Σωστά μιλούν οι ξένοι. Εσύ βέβαια γνωρίζεις πως δεν υπήρξες για μένα ένας απλός φίλος. Ήσουν ο άμεσος αρμός με εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί και που πάντα ασκούσαν μια ιδιαίτερη γοητεία επάνω μου.
Οι σκέψεις μου ακατάστατες, σκόρπιες. Ακολουθούν τον βίαιο θάνατό σου μέσα από ερανίσματα εικόνων, ήχων, στίχων σου. Ξεφυλλίζω τις ποιητικές σου συλλογές, τα πεζά σου. Σκόρπια άστεγα διηγήματα σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Γενναιόδωρες κριτικές, άρθρα και απόψεις.
*
Παντού η μήτρα της πρώτης πόλης σου, η αφή των νεκρών, η βεβαιότητα του πατέρα. Μαζεύει παλιές φωτογραφίες και κλαίει, ισιώνει τα μαλλιά του και κλαίει, μετράει τον ήλιο, κολυμπάει στα βαθιά, φεύγει και κλαίει, κλαίει ο πατέρας. Μαζί και οι πατεράδες όλων σχεδόν των ποιητών της γενιάς σου. Φεύγουν και κλαίνε. Το παρόν αρχίζει να θολώνει, σαν από μυρουδιά φωτιάς κοιταγμένο. / Οδηγεί σε παρελθόν παλινδρομικό. / Κι ανάμεσα στον ένα και στον άλλο μαστό το μέλλον εκτοξεύει θημωνιές νεκρών.
Μέσα από παρόμοιες θημωνιές αναδύθηκε, το καλοκαίρι του 1999, εκείνος ο Άγγελος, ντυμένος στα κατάλευκα. Κομίζοντας θαρρείς εικόνες από την ταραγμένη ζωή του Αγίου Σατορνίνου στην πόλη Apt της Προβηγκίας. Σήκωσε το κεφάλι σου πατέρα, παρακινείς τον απολεσθέντα γεννήτορα και παράλληλα τον ίδιο σου τον εαυτό, τον νέο δημιουργό ζωής. Πατέρας πλέον και ο ίδιος, προετοιμάζεις τον εαυτό σου για τον ρόλο που επωμίζεσαι. Τι ήταν λοιπόν η χρόνια, τόσο βασανιστική επιμονή που σε ακολούθησε μέχρι το τέλος της ζωής σου; «Ένας διάλογος με τον πεθαμένο πατέρα μου, που τον παρακαλώ να σηκώσει το κεφάλι του να με ακούσει, να με δει και να με κρίνει….». Καταθέσεις ενός πένθους σημερινού, πένθους το οποίο συνομιλεί με το παρελθόν. Συμφωνείς και προσθέτεις: «Συνδιαλέγομαι με τον πατέρα μου, προσπαθώντας να τον φέρω κοντά μου, να τον ζωντανέψω, για να κάνω λιγότερο οδυνηρή την απουσία του. Από ένα σημείο της ζωής μου και μετά, ταυτίστηκα τόσο πολύ μαζί του, που σήμερα πια ο πεθαμένος πατέρας μου είμαι εγώ». Και η Καβάλα της πρώτης σου ζωής; Πόσο βαραίνουν οι μνήμες της παιδικής σου ηλικίας; «Αυτή το βυζί που βύζαξα. Τα ελληνικά υλικά, ο πηλός του λόγου, οι αδρές πινελιές από ασβέστη. Η αίσθηση της οράσεως και της αφής που διαπερνά τα κύτταρα των λέξεων. Η ιδωμένη ουσία των πραγμάτων». Ποιητής, λοιπόν, βιάζομαι να αλλάξω θέμα. Πεζογράφος, σκηνοθέτης, μάνατζερ και παραγωγός; «Ποιητής», απαντάς, χωρίς τον ελάχιστο δισταγμό. Ποιητής της ιδιωτικής περιπέτειας, συμπληρώνω εγώ. Του πιο κρυφού κόσμου. Που γράφει και ξαναγράφει το ίδιο ποίημα. Στην προσπάθειά του να αποδώσει όλες τις μορφές του, διανύοντας μια σταθερή διαδρομή από τον λυρισμό προς την αφαίρεση, προς την ηθελημένη ξηρότητα. Κι όταν κληθείς να δηλώσεις σκηνοθέτης; «Όταν κάνω σινεμά θέλω να κρυφτώ στην ποίηση», απαντάς με αφοπλιστική ευθύτητα. Και σε τι βοηθούν όλα τα άλλα; Οι άλλες δραστηριότητες; «Στη διαδρομή».
Έτσι, φίλε μου. Στη νέα σου διαδρομή να καλέσεις την πνοή ανέμου που σε δρόσιζε, την φανέρωση του φωτός που σε φώτιζε, τον διαρκή φύλακα που ονόμασες Άγγελο των πρώτων ημερών, και τον έθεσες στην υπηρεσία της μνήμης σου. Τώρα που θα ζεις σε άλλο τόπο, αυτός θα σε επιστρέφει στα πρώτα βήματα που συντελέστηκαν στα βόρεια χώματα και στις επάνω θάλασσες -στοιχεία δυσεύρετα εκεί όπου η αχλύ του φωτοστέφανου προσδίδει βάσανο και αγιοσύνη.
*
Και τώρα, τι θα μας στείλεις από ψηλά; «Την δέκατη ποιητική συλλογή μου». Με τίτλο; «Άνθρωπος μηδενικών αποχρώσεων». Που πάει να πει; «Κάποτε, που έβρεχε πάρα πολύ, μπήκε στο σπίτι ο πατέρας στεγνός και τον ρώτησα: “Μπαμπά, πως και δεν βράχηκες, ενώ έξω ρίχνει τουλούμια;” Κι είπε γελώντας: “Περνάω ανάμεσα απ’ τις σταγόνες”. Αυτό θα ήθελα κι εγώ: Να περνάω μέσα απ’ τις σταγόνες κακίας, σταγόνες βρωμιάς και να μη λερώνομαι, να μη βρέχομαι, να μην έχω καθόλου αποχρώσεις σαν άνθρωπος. Το έργο μου ας έχει μόνο. Δεν ανήκω στους καλλιτέχνες που βγαίνουν μπροστά απ’ τα φώτα. Θα ήθελα να έχω μηδενικές αποχρώσεις…»
Και τι θα ήθελες να γραφεί επάνω στην ταφόπλακα σου; «Δάσκαλος». Μόνο αυτό, τίποτα άλλο.
*
Καληνύχτα, φίλε μου. Ακριβέ και πολύτιμε.
Καληνύχτα, Δάσκαλε.