Του Χρήστου Γάκη
Θετική εξέλιξη, για τα δάνεια που ρυθμίστηκαν με τον Νόμο Κατσέλη (Νόμος 3869/2010), η εισήγηση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου καλείται να απαντήσει σε ένα ζήτημα που αφορά περισσότερους από 200.000 δανειολήπτες, οι οποίοι έχουν ενταχθεί στον γνωστό σε όλους μας ως Νόμο Κατσέλη (τον Νόμο 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά).
Πρόκειται για τη διαφορά που έχει ανακύψει, ανάμεσα στις Τράπεζας και τους Δανειολήπτες, σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του τόκου, που πρέπει να καταβάλλουν οι δανειολήπτες για την εξόφληση των δανείων τους.
Οι Τράπεζες και οι εταιρίες διαχείρισης δανείων, ισχυρίζονται ότι το επιτόκιο των δανείων πρέπει να υπολογίζεται επί του συνόλου της οφειλής του δανειολήπτη, γεγονός που οδηγεί σε μεγαλύτερο τόκο και συνεπώς σε μεγαλύτερη μηνιαία δόση, ενώ η αντίθετη άποψη ισχυρίζεται πως θα πρέπει να υπολογίζεται επί της εκάστοτε καταβαλλόμενης μηνιαίας δόσης, οπότε και ο τόκος είναι κατά πολύ μικρότερος.
Το πρόβλημα αυτό οξύνθηκε τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά της αύξηση των επιτοκίων στα δάνεια, διότι με τον τρόπο που υπολογίζουν τον τόκο οι Τράπεζες και οι εταιρίες διαχείρισης δανείων, δηλαδή επί της συνολικής οφειλής του δανειολήπτη, αυξάνεται υπέρογκα η μηνιαία δόση του δανείου -σε ορισμένες περιπτώσεις διπλασιάζεται η δόση του δανείου- και πολλοί δανειολήπτες δεν μπορούν πλέον να εξοφλήσουν τις δόσεις που οφείλουν.
Ύστερα από προσφυγές στη Δικαιοσύνη και μετά την έκδοση αποφάσεων, που άλλοτε δικαίωναν του δανειολήπτες και άλλοτε τις Τράπεζες και τις εταιρίες διαχείρισης των δανείων, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου καλείται να επιλύσει οριστικά το συγκεκριμένο ζήτημα.
Ήδη η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στη συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2025, εισηγήθηκε θετικά υπέρ των Δανειοληπτών, με το σκεπτικό πως ο υπολογισμός του επιτοκίου πρέπει να γίνει επί της μηνιαίας δόσης και όχι επί του κεφαλαίου της οφειλής, διότι με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο πρωταρχικός σκοπός του Ν. 3869/2010, δηλαδή η αντιμετώπιση των σοβαρών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων στα οποία οδήγησε η υπερχρέωση των φυσικών προσώπων και η επανένταξή τους στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.
Η εισήγηση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου συνάδει πράγματι με το πνεύμα του Νόμου 3869/2010, διότι ο συγκεκριμένος Νόμος αποσκοπούσε στην προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών, που επλήγησαν από την οικονομική κρίση, καθώς και στην προστασία της πρώτης κατοικίας από τον πλειστηριασμό.
Το πνεύμα και η επιδίωξη του Νομοθέτη ήταν η καταβολή χαμηλών δόσεων από τους δανειολήπτες, ώστε να διασώσουν την πρώτη κατοικία τους και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τον Νόμο 3869/2010 επιτρέπεται η επιβολή υψηλών τόκων, που με βεβαιότητα θα οδηγήσουν σε αδυναμία εξόφλησης των οφειλών για τους δανειολήπτες.
Αναμένουμε λοιπόν και την τελική απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ώστε να δοθεί μία οριστική λύση, η οποία πιστεύω θα είναι ευνοϊκή για τους Δανειολήπτες και θα τερματίσει τη μέχρι σήμερα πρακτική των Τραπεζών και των εταιρών διαχείρισης δανείων, να επιβάλουν υψηλότερους τόκους στις δόσεις των δανείων.